Landvolkbewegung, η αιματηρή αγροτική εξέγερση στη Γερμανία της Βαϊμάρης 

  Με αφορμή τις  αναταραχές και τις διαδηλώσεις των αγροτών στην Γερμανία αυτές τις μέρες, το παρακάτω άρθρο θα σας δώσει μια ιδέα και μια κοινωνική – ιστορική ενημέρωση για τις αιματηρές αγροτικές εξεγέρσεις κατά την δημοκρατία της Βαϊμάρης. Επίσης για τους πιο περίεργους, υπάρχει παλαιότερο άρθρο, με αναφορά στον Ernst Junger και την συμμετοχή του μαζί με άλλους διανοούμενους της «Συντηρητικής Επανάστασης». Μια θεμελιώδη λοιπόν στιγμή της κοινωνικής δυναμικής της Βαϊμάρης, ήταν ο γεωργικός κόσμος που είχε λάβει ελάχιστη προσοχή στις περισσότερες μελέτες. Μάλιστα υπάρχουν αρκετά έργα γενικής φύσης στα οποία δεν υπάρχει καμία αναφορά στο κίνημα “Landvolkbewegung”, το κίνημα που εξαπλώθηκε στην ύπαιθρο στο τέλη της δεκαετίας του 1920. Αυτή η περιθωριοποίηση επιβάλλει ορισμένες γενικές και λάθος εκτιμήσεις για την ιστορία της υπαίθρου.  

 Η αριστερά ανέκαθεν αναδείκνυε την ιδιοκτησιακή ουσία των αγροτών και την υπολειπόμενη λειτουργία τους στην καπιταλιστική δυναμική (που προσδιορίζεται ως «πορεία» και ιστορική αναγκαιότητα). Στην δεξιά μεριά, η σημειολογία ορισμένων χαρακτήρων (μικρή περιουσία, παραδοσιοκρατία, νεοπαγανισμός) που έχουν προκαλέσει υποψίες – για την αριστερά – ανατράπηκε, φορτώνοντας τα μοτίβα αυτά με μια μυθική και ιερή αξία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναπαράσταση προπολιτικών, προκρατικών, προ καπιταλιστικών μορφών, στενά συνδεδεμένων με τη γη, της οποίας απορροφούν τη μεταφυσική και υλική ουσία, το γνωστό «Blut und Boden (χώμα και αίμα). Γη η οποία προβάλλεται τελικά σε μια εθνική διάσταση, χάρη στις χρονικές επιστρώσεις παραδόσεων, ζωής και ιστορίας που συγκεντρώνονται σε αυτήν. Ο Barrington Moore, στο αναλυτικό έργο του «Η κοινωνική προέλευση της δικτατορίας και της δημοκρατίας.Οι γαιοκτήμονες και οι αγρότες στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου», σωστά τονίζει ότι «Το να προσδιοριστεί ποιες ήταν ακριβώς οι ιδέες που επικρατούν μεταξύ των αγροτών, είναι εξαιρετικά δύσκολο γιατί αυτοί έχουν αφήσει τόσο λίγες μαρτυρίες, που πραγματικά πηγάζουν από αυτούς, ενώ πολλές ιδέες τους έχουν αποδοθεί από αστικά στοιχεία που είχαν το δικό τους πολιτικό συμφέρον να το κάνουν».   

 Βασικά ο αγροτικός κόσμος εμφανίζεται να στερείται την αντιπροσωπευτική του αυτονομία και θέση στην κοινωνίας, αφού πολλές φορές έγινε βορά στη φολκλορική διάσταση που παράγει η αστική κριτική διανόηση. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη ριζοσπαστικοποίηση σε επίπεδο μαζικής κοινής λογικής του στερεότυπου μιας ακίνητης, άκρως συντηρητικής πραγματικότητας, αυτοπεριθωριοποιημένης από την άμεση συμμετοχή στις δυνάμεις της καινοτομίας. Μια προκατάληψη που αναπαράγεται, λέει ο Barrington Moore,  στην ερμηνευτική πολικότητα διασπασμένη μεταξύ της «εξιδανίκευσης των αγροτικών μορφών και του επαίνου  της επίμονης δύναμης της τάξης των αγροτών που αντιτίθεται στην παρακμή του σύγχρονου κόσμου από την μία και από την άλλη μιας κατεύθυνσης που χαρακτηρίζει το χωριό και την αγροτική οικογένεια ως μια καταναγκαστική και επικίνδυνη κοινωνία, ως ένα μικρόβιο που εγκυμονεί σε αντιδραστικές συμπεριφορές, καθώς και δομικά ανίκανη για χειραφέτηση». Εδώ θα σας συμβούλευα να δείτε την ταινία Horse (1970), με τον Jean Gabin. (Επίσης υπάρχει άρθρο ανάλυση για το νόημα της ταινίας). Βέβαια υπάρχουν διαφορές στη συμπεριφορά και τις αντιλήψεις μεταξύ ενοικιαστών και ιδιοκτητών γης, μεταξύ φτωχών και πλουσίων αγροτών, μεταξύ γεωργών που είναι επίσης τεχνίτες και εκείνων που μόνο οργώνουν και θερίζουν, μεταξύ εκείνων που είναι υπεύθυνοι για όλες τις δραστηριότητες μιας γεωργικής επιχείρησης της οποίας είναι ο μισθωτής ή ιδιοκτήτης και οι εργάτες γης, που εργάζονται υπό την επίβλεψη άλλων, με αντάλλαγμα τα χρήματα. Μόνο με αφετηρία αυτή την «ταξική» προοπτική, αποκτά νόημα η εξωστρέφεια προς τις μορφές πολιτικής που χαρακτηρίζουν τις αστικές πραγματικότητες: θεσμοί, κρατισμός, κόμματα, αντιπροσωπευτικότητα.

«Εκεί που οι αγρότες επαναστάτησαν, με τις δικές τους σημαίες και τους δικούς τους ηγέτες, δεν κατέλαβαν ποτέ το κράτος, ούτε τις πόλεις που στέγαζαν τα κέντρα εξουσίας, ούτε τους μη γεωργικούς στρατηγικούς πόρους της κοινωνίας. Το ουτοπικό ιδανικό των αγροτών είναι το χωριό απαλλαγμένο από περιορισμούς, χωρίς εφοριακούς, πράκτορες στρατολόγησης εργατών, μεγαλογαιοκτήμονες και αξιωματούχους. Για τον αγρότη το κράτος είναι ένα αρνητικό μέγεθος, ένα κακό που πρέπει να εξαλειφθεί το συντομότερο δυνατό και να αντικατασταθεί από μια κοινωνική τάξη δικιά τους. Αυτή η εντολή, πιστεύουν, μπορεί να κάνει χωρίς το κράτος. Οι εξεγερμένοι αγρότες λοιπόν δεν είναι παρά Άναρχοι».

  Αγρότες, δηλαδή μικροιδιοκτήτες, ενοικιαστές, μέτοχοι. Σίγουρα όχι μεγαλογαιοκτήμονες, ιδιοκτήτες μεγάλων κτημάτων. Αυτοί οι ιδιοκτήτες ήταν πολύ ενεργοί πολιτικά στο κοινωνικό μπλοκ του ευρωπαϊκού συντηρητισμού τον 19ο και τον 20ο αιώνα, μέσω συμμαχιών με ηγεμονικές ομάδες πολιτών και διασυνδέσεων με τον κρατικό μηχανισμό. Τα δεκαπέντε χρόνια ζωής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δείχνουν λοιπόν πώς η «ταξική προοπτική δεν είναι τόσο αξιακό και μεθοδολογικό γεγονός, αλλά προϋπόθεση για την παρατήρηση μιας πραγματικότητας, αυτή  των αγροτών, όπου η απολιτικότητα εκφράζεται ως συγκρουσιακή δράση, αλληλεγγύη, σχεδιασμό, σύμφωνα με τρόπους πολιτικής που είναι καινοτόμοι και αρχαϊκοί». Μια διπλή αξία που θα μεταφραστεί σε αδυναμία απέναντι στα πολιτικά υποκείμενα και τα κόμματα που κινούνταν στην κωδικοποιημένη λογική της σύγχρονης πολιτικής εξουσίας (ή αντιεξουσίας). 

  Στη Γερμανία το 1925, το 30% του ενεργού πληθυσμού απασχολούνταν στην ύπαιθρο. Μια μειονοτική ομάδα εκπροσωπούταν από μεγαλογαιοκτήμονες, ενώ η πλειοψηφία αποτελείτο από αυτοαπασχολούμενους αγρότες και μεριδιούχους. Εκλογικά ο αγροτικός πληθυσμός προσανατολίζονταν, με μικρή συμμετοχή, προς τα εθνικιστικά και χριστιανικά κόμματα. Ελλείψει πολιτικού μέσου, η έκφραση των κοινωνικών αναγκών παρέμεινε εν μέρει μπλεγμένη στις παραδοσιακές σχέσεις δύναμης μεταξύ των τάξεων. Σύμφωνα με την  Fiammetta Balestracci, στο έργο της «Η Πρωσία μεταξύ αντίδρασης και επανάστασης», στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, τα αγροτικά συμβούλια υπέστησαν σημαντική αδυναμία προς στην αυτονομία, καταλήγοντας να χρησιμοποιηθούν από τις ηγεμονικές αγροτικές τάξεις με τη λειτουργία ελέγχου και πολιτικής πίεσης στους περιφερειακούς κλάδους των διοικήσεων. Σε ένα πολύ περίπλοκο παιχνίδι που βλέπει διάφορους παράγοντες στο πεδίο (ιδιοκτήτες γης, αγρότες με διαφορετικές θέσεις εργασίας, συμβούλια εργατών και στρατιωτών), οι αγρότες επιβεβαιώσαν αυτή την πολιτική αδυναμία που εκδηλώνεται συνοπτικά, ως απουσία στρατηγικών στόχων που ορίστηκαν πέρα από διάσταση  της δικαίωσης. Η δυσπιστία απέναντι στις οργανωμένες μορφές, ο τοπικισμός, η παραδοσιακή δυσκολία μετατροπής της δυσαρέσκειας σε αγώνα, η πάλη σε εξέγερση, η εξέγερση σε οργάνωση και εξουσία, είναι αυτοί οι ρυθμοί σε ορισμένες «ιστορικές» πτυχές, που χαρακτήριζαν τη ζωή της γερμανικής υπαίθρου (αλλά και της ευρωπαϊκής), της μεταπολεμικής περιόδου. Οι αιματηρές εξεγέρσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1920, επιβεβαίωσαν αυτό το προφίλ αλλά αντιπροσωπεύσανε επίσης μια στιγμή υπερβολής στο βαθμό που εκδηλώθηκαν πρωτοφανείς μορφές οργάνωσης και διαμαρτυρίας, διεκδικήσεων και ανταγωνισμών που έδειξαν κάποιες «πολιτικές καθυστερήσεις» του αγροτικού κόσμου. 

  Η εξέγερση των αγροτών που ξεκίνησε το 1928, έχει τις ρίζες της στη μεταπολεμική οικονομική κρίση που επηρεάζει την ύπαιθρο σε όλη την Ευρώπη και η οποία στον γερμανικό κόσμο επιδεινώθηκε από τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τις αποζημιώσεις. Οι περισσότεροι λόγοι κρίσης διακρίνονται ειδικά στην ύπαιθρο. Η απότομη πτώση των τιμών μετά την απελευθέρωση του εμπορίου, αποδυνάμωσε τη συνήθη ανθεκτικότητα των παραγωγών γεωργικών προϊόντων σε πληθωριστικές φάσεις. Ταυτόχρονα, η αύξηση του κόστους των βιομηχανικών προϊόντων έκανε σχεδόν απαγορευτική την αγορά εξοπλισμού μηχανοποίησης, απαραίτητη σε μια ύπαιθρο που δεν έχει φτάσει ακόμη σε υψηλό επίπεδο εκσυγχρονισμού. Ειδικότερα όμως μια πολύ μεγάλη φορολογική καταιγίδα βαραίνει ήδη την ύπαιθρο. Φορολογήθηκαν αγροτικές περιουσίες, γη, προϊόντα και κινητός πλούτος, αγροτικό εμπόριο και συνάλλαγμα. Υπήρξαν δημοτικές προσαυξήσεις, εκκλησιαστικός φόρος, τέλη για εργατικούς συλλόγους, για κοινοπραξίες φραγμάτων και αναχωμάτων και εισφορές για τον αναδασμό. Επιπλέον, έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι μεγάλοι τραπεζικοί τόκοι και τα στεγαστικά δάνεια (μαντέψτε ποιοι ήταν από πίσω), που έχουν αυξηθεί με τον πληθωρισμό. Αν προσθέσουμε αυτή τη δημοσιονομική πίεση με τη συρρίκνωση των πωλήσεων, τον καθοδικό ανταγωνισμό, την αύξηση του κόστους «από την τσέπη», φάνηκαν αμέσως οι λόγοι της οικονομικής κατάρρευσης πολλών επιχειρήσεων. Είναι απολύτως σαφές ότι σε τέτοιες συνθήκες οι λόγοι φόβου, θυμού, απογοήτευσης και ανικανότητας καθώς και η αντίληψη μιας εμμονής των θεσμών, ήταν ευρέως διαδεδομένα και βαθιά ριζωμένα συναισθήματα. Ειδικότερα η απαίτηση του ζωικού κεφαλαίου και μερικές φορές των ίδιων αγροκτημάτων, επηρέασε όχι μόνο τις υλικές βάσεις της παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής αλλά και εκείνες τις συμβολικές που συνδέονται με την μικροαγροτική ιδιοκτησία μέσω της οικογενειακής μετάδοσης. 

            Τα γεγονότα 

  Ήταν ακριβώς η εκτέλεση ενός εντάλματος επίταξης ζώων που πυροδότησε την εξέγερση. Στις 19 Νοεμβρίου 1928 στο Beidenfleth, μια μικρή πόλη στο Schleswig-Holstein, τη βορειότερη περιοχή της Γερμανίας στο επίκεντρο των εξεγέρσεων, κατασχέθηκαν μερικά βόδια από δύο  αγρότες που δεν μπόρεσαν να ξεχρεώσουν. Ενώ τα ζώα που κατασχέθηκαν από τον υπάλληλο του δήμου και μεταφέρθηκαν για να δημοπρατηθούν, οι δύο αγρότες άναψαν φωτιές με άχυρο κατά μήκος του δρόμου, σύμφωνα με ένα αρχαίο σήμα κινδύνου. Δεκάδες άνθρωποι έτρεξαν αμέσως από τα αγροτικά σπίτια, διάσπαρτα σε όλη την περιοχή, εμποδίζοντας έτσι την επίταξη και την πώληση των ζώων. Αποτέλεσμα ήταν η καταγγελία δεκάδων «ταραξιών» που εν τέλει, οδηγήθηκαν σε δίκη στο Itzehohe λίγες μέρες αργότερα. Η δίκη των πενήντα επτά αγροτών που κατηγορούνται για αντίσταση μετατράπηκε σε μια ειρηνική και συλλογική διαμαρτυρία. Η πόλη έγινε έτσι σε ένα είδος φεστιβάλ με συγκεντρώσεις και φασαρία, στις οποίες οι αγρότες συζητούσαν μεταξύ τους αλλά και με τους πολυάριθμους δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί. Μόλις η δίκη ολοκληρώθηκε με δύο ελαφριές ποινές και δεκάδες αθωωτικές αποφάσεις, ενεργοποιήθηκε μια ευρεία κινητοποίηση που έφερε περίπου 140.000 ανθρώπους στους δρόμους του Itzehohe στις 26 Νοεμβρίου.  

  Το κίνημα εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη τη βορειοανατολική Γερμανία, προσελκύοντας την προσοχή των αγωνιστών των «αντι-Βαϊμαρικών» ομάδων, έτοιμοι να μετακινηθούν στην ύπαιθρο για να δώσουν μια πιο ακριβή επαναστατική κατεύθυνση στους αγώνες. Ανάμεσα στους νέους που ήρθαν ήταν και οι αδερφοί Von Salomon, ο Bruno και ο Ernst, ο ένας μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, ο άλλος πρώην μέλος των Freikorps, τώρα ενεργός ακτιβιστής στον δυναμικό εθνικο-επαναστατικό χώρο. Κατόπιν αιτήματος του «στρατηγού των αγροτών» Claus Heim, του αρχηγού του κινήματος, τα δύο αδέρφια δημοσίευσαν ένα έντυπο που είχε ως σκοπό να συνδέσει τις εστίες πάλης μεταξύ τους, να προπαγανδίσει τα αιτήματα του κινήματος και να δώσει μια πιο αρθρωμένη στρατηγική κατεύθυνση. Για να ξεφύγει το έντυπο αυτό από τις κατασχέσεις, που ακολούθησαν τις πολυάριθμες καταδίκες για συκοφαντική δυσφήμιση και πρόσκληση σε εξέγερση, άλλαζε ασταμάτητα το όνομά του , «Εξοχή», «Το πράσινο σύνορο», «Η κολοκύθα» και έφτασε τελικά τα 12.000 αντίτυπα. Εν τω μεταξύ η εξέγερση μεταδόθηκε στη Σιλεσία και στην Πρωσία, εκφράζοντας έντονες και πρωτότυπες μορφές αγώνα που φαίνεται να αναβιώνουν, κατά καιρούς, ορισμένες πτυχές της πιο απομακρυσμένης ιστορίας του ανταγωνισμού των αγροτικών μαζών. Σε πρώτη φάση, η αλληλεγγύη και η αμοιβαιότητα που επαενεργοποίησαν – αρνούμενες την ευρεία εκπροσώπηση των κοινωνικών σχέσεων που κυριαρχούνται από την ιδιοκτησιακή οικογενειοκρατία – τη βαθιά κοινοτική και κολεκτιβιστική παράδοση της υπαίθρου, που είχαν υπονομευθεί στην αυγή της νεωτερικότητας από τις πρώτες μορφές καπιταλιστικού ελέγχου στις γεωργικές εργασίες.

  Στις εμπλεκόμενες από το κίνημα ζώνες, η γη ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που κατασχέθηκαν και δημοπρατήθηκαν, δεν αγοράστηκαν από αγρότες, που μετέτρεψαν τις δημόσιες πωλήσεις σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ταυτόχρονα μορφές επισιτιστικού εμπάργκο εφαρμόζονται στις πόλεις όπου σφάχτηκαν τα κατασχεθέντα ζώα και τον Μάρτιο του 1929 ιδρύθηκε μια κοινωνία αλληλοβοήθειας για την υποστήριξη των πιο άπορων οικογενειών. Η επέκταση των μορφών πάλης αναδεικνύει κάποιες αποκλίσεις μεταξύ των χαρισματικών ηγετών των αγροτών, αφενός του Claus Heim υπέρ της ριζοσπαστικοποίησης της σύγκρουσης (η τάση του Junger), αφετέρου του  Wilhelm Hamkens, που τείνει προς πιο διαμεσολαβημένες και θεσμικές λύσεις. Αλλά το πραγματικό σημείο καμπής προκλήθηκε από την εξάπλωση των επιθέσεων, που δεν ελέγχονταν ακόμη και από τους πιο ριζοσπαστικούς ηγέτες. Αυτοσχέδιες βόμβες, συχνά φτιαγμένες από σκόνη κυνηγετικών φυσιγγίων, έπληξαν αστυνομικά τμήματα και εφορίες, δημαρχεία και ιδιωτικές κατοικίες. Οι επιθέσεις γίνονταν τη νύχτα, ενώ προηγούνταν προειδοποιήσεις για αποφυγή εμπλοκής ανθρώπων. Ο κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους απάντησε με συλλήψεις, δίκες και καταδίκες και με κατηγορίες συνυπευθυνότητας που στόχευαν να καταστρέψουν ολόκληρο το κίνημα.  

  Βρισκόμαστε πλέον στους πρώτους μήνες του 1929 όπου ήταν ένα από τα πιο ευαίσθητα περάσματα στην ιστορία του Landvolkbewegung. Εκτός από την αποδυνάμωση που προκάλεσε η καταστολή,υπήρξε και η παρουσία διαφορετικών θεμάτων και στρατηγικών γραμμών που δεν τέμνοντα πια. Ορισμένοι αγρότες φάνηκε να ήθελαν να περιορίσουν τη σύγκρουση σε επιθέσεις σε δημόσια γραφεία. Μια γραμμή καθημερινά που επικρίνεται από τους Heim και Hamkens , οι οποίοι δεν συμφώνησαν να δώσουν στρατηγική ανάσα στο κίνημα, δίνοντας την εγγύηση τους την αυτονομία απέναντι στα δύο κύρια «αντιβαϊμαρικά» κόμματα, που αυτές ακριβώς τις εβδομάδες, διαδίδουν το πρόγραμμά τους στην επαρχία. Όμως ενώ οι κομμουνιστές του “Kommmunistische Partei Deutschlands”, που ήδη επέκριναν τις ατομικιστικές πρακτικές των επιθέσεων, εμφανίστηκαν βαριά εξαρτημένοι από τα εμπόδια της “Τρίτης Διεθνούς”(κορεσμένοι από τις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των φατριών), οι Εθνικοσιαλιστές φάνηκε να κινούνται με αποφασιστικότητα και καλή συγκυρία, στέλνοντας ακτιβιστές ακριβώς τη στιγμή που το αγροτικό κίνημα παράκμαζε λόγω εσωτερικών εντάσεων και ισχυρής καταστολής. Όταν ο Heim συνελήφθη και καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκιση το 1930, οι Εθνικοσιαλιστές, με συνεχή εκλογική υπεροχή σε όλο το έθνος, ενίσχυσαν την προπαγάνδα τους με απλά και άμεσα μηνύματα. Αναφέρει ο Moore: «Η λατρεία του ηγέτη, η ιδέα του εταιρικού κράτους, μιλιταρισμός, αντισημιτισμός, όλα σε ένα πλαίσιο που έχει στενούς δεσμούς με τη ναζιστική διάκριση μεταξύ «αρπακτικού» κεφαλαίου και «παραγωγικού» κεφαλαίου, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ως σκοπιμότητες για να απευθυνθούν στα αντικαπιταλιστικά αισθήματα των αγροτών».  

  Η ραγδαία παρακμή του κινήματος και η επίλυση κάποιων θεμάτων του στο  αγροτικό πρόγραμμα του καθεστώτος σίγουρα δεν εξαντλούν το πρόβλημα μιας ανάγνωσης που λαμβάνει υπόψη όλα τα ιστορικά, ιδεολογικά, στρατηγικά και πολιτικά ενδεχόμενα στοιχεία του Landvolkbewegung. Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι στην μεταβαλλόμενη σύνθεση των «αντιβαϊμαρικών» κινημάτων, αναζητώντας πάντα στρατηγικές και τακτικές συμμαχίες για να δώσουν σθένος στην επαναστατική μάχη, η Δεξιά και η Αριστερά (με τους όρους της εποχής) είχαν επιφέρει περισσότερες από μία προσεγγίσεις. Η Δεξιά εξύψωνε την ταξική πάλη του Arbeiter (Εργάτη), ως απαραίτητη στιγμή μιας ευρύτερης αντιαστικής κινητοποίησης, συγκολλημένη στο ιδανικό μιας νέας σοσιαλιστικής και εθνικής κοινότητας. Από την άλλη η Αριστερά, που έδειχνε σε πολλές περιπτώσεις μια έντονη ευαισθησία για εθνικά ζητήματα. Μια διαδρομή που είχε κορυφωθεί με την υποστήριξη της εκστρατείας διαμαρτυρίας ενάντια στην εκτέλεση του Albert Leo Schlageter, πρώην μέλος των Freikorps και ακτιβιστής στον γαλαξία των εθνικιστικών κινημάτων, που καταδικάστηκε σε θάνατο το 1923 από τους Γάλλους για πράξεις δολιοφθοράς στην κατεχόμενη περιοχή του Ruhr. 

  Μια γραμμή συμβατή με την ιδέα ενός «πρωσικού», αυταρχικού, οργανικού, αγροτικού και κοινοτικού σοσιαλισμού. Μπορεί να είναι τελικά αυτό, το θεωρητικό κράμα στο οποίο μπορεί να αναφερθεί το ιδεολογικό προφίλ του αγροτικού κινήματος; Έτσι πιστεύει ο Armin Mohler, που χαρακτηρίζει το Landvolkbewegung ως μια από τις εκφράσεις μιας Konservative Revolution, «πέρα από τη δεξιά και την αριστερά». Η πρόθεση του Mohler είναι να χρεώσει τις εξεγέρσεις των αγροτών σε αυτή την «Τρίτη θέση», μια αντικαπιταλιστική, αντικομουνιστική και αντιαστική. Υπήρξαν και πολλές διαφωνίες ενάντια στην μέτρια συμπεριφορά του τότε εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, εγκλωβισμένο στον πολιτικό αγώνα. Έπρεπε να είναι πιο πολύ ριζοσπαστικό, για την πλήρη καταστροφή της αστικής τάξης. Ιδιαίτερα καυστικός ένας από του πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές, στην πρώτη γραμμή της εξέγερσης, ο Ernst Von Salomon:

«Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα είχε, σε αυτό το σημείο, εγκαταλείψει την αρχική του πρόθεση να εξασφαλίσει βίαια την εξουσία στο κράτος μέσω μιας σκληρής μειοψηφίας – αυτό είχε συμβεί επισήμως όταν ο ηγέτης του έκανε μια δήλωση για το σκοπό αυτό.Τώρα είχε ξεκινήσει το εκπληκτικό και σχεδόν απίστευτο έργο της κατάληψης της εξουσίας «νόμιμα», της χρήσης του Βελζεβούλ για να εκδιώξει τον Διάβολο, ας πούμε έτσι, να συντρίψει όλα τα άλλα κόμματα και τους αστερισμούς των κομμάτων με ολοένα αυξανόμενες πλειοψηφίες και έτσι να κερδίσει την πλήρη κυριαρχία του κράτους. Το αγροτικό κίνημα υπό τον Heim και Hamkens, δύσκολα θα είχε αρνηθεί την απροσδόκητη βοήθεια της μεγάλης προπαγανδιστικής μηχανής του κόμματος, αν μπορούσαν να ανακαλύψουν ποια θα έπρεπε να είναι η τακτική του κόμματος και ποια σχέδια είχε για τους αγρότες στη «νέα τάξη» του. Αλλά δεν μπορούσαν να το μάθουν αυτό: ήταν μυστικά κρυμμένα στις ντουλάπες των αρμόδιων γραφείων του Κόμματος.»

  Λέγοντας αυτό, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την προσπάθεια προσδιορισμού της ιδιαιτερότητας αυτού του κινήματος της υπαίθρου, σε ένα έδαφος που στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να αποδίδεται στην παραδοσιακή πολιτική τοπογραφία. Αυτή η προσπάθεια πρέπει να κατανοηθεί ακριβώς ως μια προσπάθεια αποκατάστασης της αρνούμενης πολιτικής ουσίας στην αγροτική ιστορία. Αυτό ανοίγει έναν χώρο έρευνας που είναι τόσο δύσκολος όσο και γόνιμος. Ένας χώρος που πάνω από όλα περιέχει την Ταυτότητα, την Παράδοση και την Ζωή την ίδια. Μακριά από καθεστωτικές αντιλήψεις. Εξάλλου οι διανοούμενοι της Συντηρητικής Επανάστασης, στάθηκαν στο πλευρό των αγροτών κατά τις εξεγέρσεις, με δύναμη και πάθος, προσπαθώντας να «καβαλήσουν την τίγρη», να εναντιωθούν τον σύγχρονο κόσμο με τα όπλα τους. Μόνο για αυτόν τον λόγο, θα άξιζε πολύ μεγαλύτερη προσοχή από αυτή που του δίνεται μέχρι τώρα. 

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε