Ο «φασιστικός σοσιαλισμός» του Drieu la Rochelle.

Ο Pierre Drieu La Rochelle ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Γάλλους συγγραφείς. Παραγνωρισμένος στα σχολικά προγράμματα στη Γαλλία, όπως συμβαίνει και σε άλλες χώρες για διανοούμενους μη κομφορμιστές, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία ο Ezra Pound ή ο Berto Ricci. Ο Drieu παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές της προπολεμικής «κρίσης» του φιλελεύθερου και αστικού κόσμου, στην οποία επιχείρησαν ο κομμουνισμός και ο φασισμός να δώσει απάντηση. Είναι αυτές τις μέρες, στις 15 Μαρτίου το 1945, που αυτοκτόνησε αηδιασμένος από την ήδη υπάρχουσα αλλά και επερχόμενη παρακμή. Είναι από τους αγαπημένους εμπνευστές σκέψης μου, οπότε και με αφορμή τον θάνατο του θα κάνω κάποιο μικρό αφιέρωμα. Είναι ένα πνεύμα που αξίζει πραγματικά να ασχοληθείτε.Εγώ θα σας δώσω μέσα και από αυτό το άρθρο και από άλλα φυσικά, δείγματα του πνεύματος και της σκέψης του.

Το 1934 ο Pierre Drieu La Rochelle δημοσίευσε το εξαίσιο πολιτικό έργο του, ο “Φασιστικός Σοσιαλισμός”, ένα κρίσιμο βιβλίο για την κατανόηση της πολιτικής δυναμικής της νεωτερικότητας. Σε αυτό το έργο ο Drieu εξέτασε την ασυνέπεια των δύο κατηγοριών, «αριστερά-δεξιά», όπως ήδη εκδηλώθηκε στην εποχή του, εκείνη μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων. Φορτωμένες με σχεδόν μεταφυσικές αξίες στην πραγματικότητα αυτές οι κατηγορίες είναι ιστορικά κινητές, τα περιεχόμενά τους είναι ανταλλάξιμα και μπορούν να συγχωνευθούν σε νέες συνθέσεις. Αυτή ακριβώς ήταν η σύνθεση, ή η προσπάθεια μιας σύνθεσης, που παρήγαγε τον φασισμό ως σύγκλιση και συγχώνευση μεταξύ εθνικισμού και σοσιαλισμού. Μια προσπάθεια που βρισκόταν σε εξέλιξη τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και ίσως, από την εποχή των Ιακωβίνων και τη ρομαντική εποχή, με όλα τα συνδεδεμένα φαινόμενα που αφορούσαν ιδιαίτερα την Ιταλία. Ο Pierre Drieu La Rochelle ωστόσο, δεν χρησιμοποίησε καθόλου απολογητικούς τόνους. Στο έργο του, ενώ τηρούσε ιδανικά την προσπάθεια, διατήρησε μια ορισμένη απόσπαση ως διανοούμενος που κατέγραφε τις τάσεις της εποχής του. Δεν δίστασε – μαζί με την εκτίμηση διαφόρων πτυχών οπως τις καινοτόμες και επαναστατικές, «αριστερές» – να τους υποβάλει σε κριτική μαζί με άλλες πτυχές των φασιστικών καθεστώτων και των γαλλικών κινημάτων που εμπνεύστηκαν από τον φασισμό και που κατά τη γνώμη του, δεν είχαν ακόμη επιτύχει μια αποτελεσματική σύνθεση μεταξύ σοσιαλισμού και έθνους. Θα έλεγα ότι στον Drieu, ήταν δύσπεπτος ο «χορωδιακός κομφορμισμός», όπως έγραφε. Από την άλλη αναπόφευκτα συνδέθηκε με τη μαζική συναίνεση που απολάμβαναν οι φασισμοί, κάτι που ο Pierre Drieu La Rochelle κατανοούσε τέλεια ακόμη και ως «ελευθεριακός» που ήταν γράφοντας στο βιβλίο του αυτό: «Η ελευθερία έχει εξαντληθεί, ο άνθρωπος πρέπει να αποκατασταθεί στα πιο σκοτεινά του βάθη. Είμαι εγώ που το λέω – εγώ, ο διανοούμενος, ο αιώνιος ελευθεριακός».

Μέσα στο ταξίδι του και σε αναζήτηση νέων συνθέσεων, οι οποίες θα περιόριζαν την πνευματική παρακμή της Δύσης, ο Drieu πίστευε ότι είχε βρει αυτό που έψαχνε στο “Γαλλικό Λαϊκό Κόμμα”, που ιδρύθηκε από τον Jacques Doriot, ίσως τον πιο γνωστό Γάλλο κομμουνιστή εκείνη την εποχή. Το PPF ήθελε να ενσαρκώσει τη σύνθεση μεταξύ σοσιαλισμού και έθνους, αφενός σε διαμάχη με το Κομουνιστικό Γαλλικό κόμμα, καρφωμένο μονίμως στον διεθνιστικό «εργατισμό» και από την άλλη με τον μοναρχικό και συντηρητικό εθνικισμό της “Action Française” του Charles Maurras. Κινούμενος από αυτή την ανάγκη για εθνική και κοινωνική σύνθεση ο Drieu, θα διατηρεί πάντα μια ευσεβή ανάμνηση των γεγονότων στο Παρίσι στις 6 Φεβρουαρίου 1934, όταν Γάλλοι φασίστες και κομμουνιστές μαζί προσπάθησαν να επιτεθούν στην βουλή, για να ανατρέψουν την αστική Δημοκρατία που υπονομεύτηκε από οικονομικά σκάνδαλα και διαφθορά. Στο μυθιστόρημά του “Gilles”, η σκηνή των παρισινών γεγονότων του 1934 θα βρει άφθονο χώρο ως φόντο για την αφήγηση. Αλλά αυτά θα τα πούμε σε άλλο άρθρο.

Ταυτόχρονα ο Drieu, παρέα με όλη αντικομφορμιστική γαλλική διανόηση της δεκαετίας του 1930, από τον Robert Brasillach μέχρι τον Thierry Maulnier, από τον Robert Aron στον Daniel-Rops, από τον Jacques de Fabrègues έως τον Henri Massis και τον Louis Ferdinand Celine, έφτασε σε έναν πεπεισμένο ευρωπαϊσμό μιας τρίτης δύναμης: «Η Ευρώπη ως η τρίτη αντικαπιταλιστική και αντικομμουνιστική δύναμη, που σίγουρα θα γεννιόταν από τις εθνικές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις, όταν θα είχε επιτέλους ξεπεράσει τον στενό εθνικιστικό ορίζοντα της, για να ανακτήσει τις χιλιετίες ρίζες της και την ταυτότητα της». Συνεχίζει με στόμφο ο ίδιος στο έργο του: «Δεν με νοιάζει η ισότητα, ή μάλλον τη μισώ όπως μισώ όλα τα πράγματα που δεν υπάρχουν. Από το 1918 έχω αισθανθεί στον ρωσικό κομμουνισμό το σφυρηλάτημα μιας νέας αριστοκρατίας.. Δεν έκανα λάθος. Και αναζητώ αυτή τη νέα αριστοκρατία στον ευρωπαϊκό σοσιαλισμό – στον φασισμό». Ένα πολύ διαφορετικό όραμα δηλαδή για την Ευρώπη από αυτό που σκιαγραφήθηκε στη μεταπολεμική περίοδο, ξεκινώντας από τη Συνθήκη της Ρώμης έως τη Συνθήκη του Maastricht.

Η τρέχουσα σημασία ενός βιβλίου όπως ο “Φασιστικός Σοσιαλισμός” του Drieu, έγκειται ειδικότερα στη συνειδητοποίηση που διατρέχει όλο το έργο, δηλαδή αυτού του βασικού ρόλου που διαδραματιζαν οι λεγόμενες μεσαίες τάξεις στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, εγκλωβισμένες μεταξύ του καπιταλισμού και της εργατικής τάξης και ως εκ τούτου, πιθανοί ανταγωνιστές τόσο του φιλελευθερισμού όσο και του κομμουνισμού. Διαβάζοντας τον όμως ακόμη και τώρα, παρατηρώ ότι, δεν είναι τυχαίο που σήμερα, σε αυτές τις περιόδους καταστροφικής καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, που συνθλίβονται από τους διεστραμμένους μηχανισμούς της «χρηματιστικοποίησης της οικονομίας», εις βάρος της πραγματικής οικονομίας, είναι ακριβώς αυτά τα μεσαία στρώματα, που είναι πλέον τα διαμελισμένα πτώματα πάνω στα οποία θριαμβεύει το μεγάλο ανώνυμο και απάτριδο κεφάλαιο, αυτό της Amazon, της Goldman Sachs, της Deutsche Bank κ.λπ. Ο Drieu μας άφησε μια διαυγή ανάλυση της «μικροαστικής τάξης», που επαναστατεί ενάντια στους μύθους της αγοράς και του κομμουνισμού. Και το έκανε μιλώντας πρώτα και κύρια για τον εαυτό του: «Υπάρχουν οι τάξεις; Δεν το πιστεύω. Και δεν το πιστεύω αυτό γιατί είμαι κατώτερη μεσαία τάξη: ανήκω σε όλες τις τάξεις και σε καμία. Τους μισώ και τους εκτιμώ όλους. Τέλος, γιατί δεν θα είχα το δικαίωμα να μιλήσω, γιατί δεν θα έπρεπε να είχα δίκιο; Ίσως στη μεσαία θέση μου δεν είμαι το παν; Είμαι τα πάντα. Μιλάω, ακούγομαι. Δεν θέλω να γίνει ξανά κατάχρηση της λέξης «εργάτης». Κι εμείς είμαστε εργάτες. Οι αγρότες και οι αστοί είναι επίσης εργάτες – ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από τους εργάτες. Φυσικά αν αυτή του εργάτη θεωρείται η κατ’ εξοχήν εργασία, σημαίνει γιατί πραγματικά είναι η πιο δύσκολη, η δουλειά της μηχανής στα εργοστάσια και αλλού. Αλλά το γραφείο δεν διαφέρει. Θέλω να υπερασπιστώ τον εργαζόμενο ως μέρος του δικού μου αίματος, ως μέρος του λαού. Θέλω να το υπερασπιστώ απέναντι στη μεγάλη πόλη. Και μεγάλη πόλη σημαίνει καπιταλισμός. Γιατί δεν είμαι κομμουνιστής; Και γιατί δεν είμαι αντιδραστικός; Και πάλι, γιατί είμαι μικροαστός και δεν πιστεύω στους μικροαστούς: σε εκείνο το είδος μικροαστών που μοιάζουν με ευγενείς, με αστούς που ασκούν ελεύθερα επαγγέλματα, του αγρότη, του τεχνίτη, αλλά που δεν αγαπούν τον αξιωματούχο, ούτε τον γραφειοκράτη, ούτε τον εργάτη που έχει ξεχάσει την πραγματική του καταγωγή. Τίποτα δεν έχει γίνει ποτέ για εμάς εκτός από αυτό που κάνουμε εμείς. Και ο σοσιαλισμός ή θα επιτευχθεί από εμάς ή δεν θα επιτευχθεί ποτέ. Είμαστε η μάζα των ατομικοτήτων, η πηκτική ύλη όλων των τάξεων. Είμαστε αυτοί που δεν ανήκουμε σε καμία τάξη: οι ελεύθεροι άνθρωποι».

Στην ψηφιακή μας εποχή η εργασία τόσο η χειρωνακτική όσο και η πνευματική, πρόκειται να αντικατασταθεί από τη ρομποτική. Το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό κατεστημένο πιθανότατα θα επιβάλει μια δραστική μείωση του δημογραφικού επιπέδου του πληθυσμού, προκειμένου να υποστηρίξει την ισορροπία της αγοράς της μελλοντικής αυτοματοποιημένης παραγωγής. Αλλά χωρίς αμφιβολία η μεσαία τάξη είναι ο πραγματικός ανταγωνιστής της παγκοσμιοποίησης, ακόμη και στην εποχή μας. Με τη διαφορά ότι την εποχή του Drieu, η μεσαία τάξη έπαιζε στην επίθεση, ακριβώς με τη μορφή του “φασιστικού σοσιαλισμού”, ενώ σήμερα παίζει στην άμυνα, ένα παιχνίδι από το οποίο εξαρτάται η ίδια η επιβίωσή της ως κοινωνικό υποκείμενο. Ο Drieu ήταν ένας άβολος μάρτυρας, μισητός από τους δεξιούς και αριστερούς της τραγικής εποχής του, που ήταν η εποχή του κρατισμού που συνέπιπτε με τη νεωτερικότητα. Με την ακραία φάση της νεωτερικότητας, που ακριβώς εκείνα τα χρόνια έμελλε να διολισθήσει προς τη μετανεωτερικότητα η οποία μεταμόρφωσε πλέον τα πάντα σε ένα νέο απολυταρχικό ορθολογισμό, ενώ ο ανθρώπινος ορίζοντας έχει βυθιστεί στην άβυσσο του μηδενισμού, του τίποτα, στον τελικό προορισμό για τη νίκη του «διεθνούς ιμπεριαλισμού του χρήματος». Ένας ιμπεριαλισμός αυτός, που για να θριαμβεύσει χρειάζεται, ακριβώς, να καταρρίψει όλες τις βεβαιότητες, να αφήσει στον θρόνο μόνο την εξουσία του κεφαλαίου, του χρήματος διαχωρισμένη πλέον, στην εικονική και κυβερνητική του μορφή, από κάθε κρατικό έλεγχο.

Στο βιβλίο του το 1934 ο Pierre Drieu La Rochelle σημείωσε: «Ο φασισμός χρησιμοποιεί τον εθνικισμό για να επιβληθεί στον καπιταλισμό. Στη συνέχεια διαταράσσει και αλλάζει το καπιταλιστικό σύστημα σε βαθμό που οι ανάγκες του εθνικισμού, τον αναγκάζουν να υιοθετήσει τον σοσιαλισμό – ίσως λιγότερο από ότι αρχικά υπόσχεται, αλλά σύντομα περισσότερο από ότι θα ήθελε. Έτσι αυτό που αρχικά ενώνει τον καπιταλισμό και τον φασισμό, δηλαδή ο εθνικισμός, αργότερα τους χωρίζει, καθώς γεννά τον σοσιαλισμό». Είναι δύσκολο να αποτυπώσει κανείς με πιο ξεκάθαρα λόγια την πραγματική ιστορική δυναμική του φασισμού στην εξουσία εκείνα τα χρόνια. Μια δυναμική που ώθησε επίσης τον επαναστατικό΄συνδικαλιστή Nicola Bombacci, συνιδρυτή του Κομουνιστικού ιταλικού κόμματος μαζί με τον Gramsci και τον Bordiga το 1921, να ενταχθεί στον «φασιστικό σοσιαλισμό». Με σθένος και πίστη αλλά και με την έγκριση του παλιού του φίλου Mussolini, συντάκτη ενός περιοδικού που συνέβαλε στην ενίσχυση των διπλωματικών και εμπορικών επαφών μεταξύ Ρώμης και Μόσχας. Στη συνέχεια συμμετείχε και το κόμμα “Κοινωνική Δημοκρατία”, για να «πραγματοποιηθεί ο σοσιαλισμός». Ο Drieu κατανοούσε τις σοσιαλιστικές ρίζες του φασισμού και ανέδειξε την προέλευσή του μέσα στην ίδια τη σοσιαλιστική παράδοση. Από την άλλη κατανοούσε ότι ακόμη και ο εθνικισμός, που ανατράφηκε από τους φασισμούς, εκ της ουσίας του δεν μπορούσε να αφήσει χώρο για μια φιλελεύθερη και διεθνιστική αντίληψη της οικονομίας. Για το λόγο αυτό δεν δίστασε να χαρακτηρίσει ως φασιστικό, τον αναπόφευκτο σοσιαλισμό του εθνικισμού. Εξ ου και η πολιτική νομιμότητα μιας έκφρασης όπως ο «φασιστικός σοσιαλισμός».

Να τι γράφει σε ένα σημαντικό σημείο του βιβλίου :

«Οι εθνικισμοί είναι κλειστοί στην αυταρχική λιτότητα, σε μια φτώχεια που περιβάλλεται από τα έθιμα που ήθελαν. Μια φτώχεια που μπορεί να είναι πλούτος. Αναρωτιέμαι αν η φτώχεια… δεν κρύβει ηθικό πλούτο. Λοιπόν ναι! Υπάρχει… ηθική δύναμη… στην Ιταλία του Mussolini. Αυτό σημαίνει ότι ο φασισμός δεν είναι κάτι άθλιο. Στη βάση της ηθικής ενέργειας όλου του φασισμού, υπάρχει πρώτα και κύρια μια στάση θυσίας… την οποία θα ήταν επικίνδυνο να αρνηθούμε. Ο δεύτερος πυλώνας στον οποίο στηρίζεται η ηθική ενέργεια του φασισμού… αποτελείται από όλο τον σοσιαλισμό που έχει αφομοιώσει. Είτε μας αρέσει είτε όχι, στον φασισμό… έχει μεταφερθεί μεγάλο μέρος της αυθεντικότητας του προπολεμικού συνδικαλισμού και του μεγαλύτερου μέρους της ηθικής ενέργειας που εμψύχωσε τον δυτικό και κεντροευρωπαϊκό μαρξισμό, στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα. Θα πω περισσότερα: ο φασισμός εκμεταλλεύτηκε την ηθική κρίση που προκλήθηκε στον κόσμο από τα γεγονότα του 1917. Την εκμεταλλεύτηκε πολύ περισσότερο από τα παλιά σοσιαλιστικά κόμματα… και περισσότερο από τα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα. Οι πορείες στη Ρώμη και η πορεία στο Βερολίνο, δεν αποτελούν καθόλου μια καθαρή και απλή αντίδραση στα μακρινά κύματα του Οκτωβρίου 1917. Είναι παράγωγα παρά αντιδράσεις.

Αφήνω στους ψευτοεπαναστάτες την ντροπή να με θεωρούν παράδοξο και βεβαιώνω ότι η εμπιστοσύνη μου στο μέλλον του σοσιαλισμού, πηγάζει από το θέαμα που προσφέρουν σήμερα οι φασιστικές χώρες. Αν δεν υπήρχε αυτό το σύνθετο θέαμα, αλλά γεμάτο ενδεικτικά σημάδια, θα ήμουν χωρίς ελπίδα γιατί θα είχα μπροστά στα μάτια μου μόνο τη θλιβερή αγωνία του επίσημου σοσιαλισμού, των παλιών δημοκρατιών. Όσο για τη Μόσχα, ποτέ δεν επέπληξα τον Stalin για τη βία των μεθόδων του. Ναι, υπάρχει πολύς σοσιαλισμός στον φασιστικό κόσμο. Και δεν είναι μόνο ο αναπόφευκτος σοσιαλισμός που προβλέπεται από την μοιρολατρία του Μarx, της αργής καθόδου στον σοσιαλισμό, μέσω της σταδιακής αλλαγής των καπιταλιστικών δομών, σύμφωνα με το νόμο που σφυρηλατήθηκε από τον επιτακτικό ντετερμινισμό των μαρξιστών θεωρητικών του περασμένου αιώνα. Αλλά πάνω από όλα πρόκειται για σοσιαλισμό ζωντανό, εθελοντικό, ελαστικό, ρεαλιστικό: Αυτό του Owen στην Αγγλία, του Proudhon στη Γαλλία, του Lassalle στη Γερμανία, του Bakunin στη Ρωσία, του Labriola στην Ιταλία. Αυτός ήταν πάντα υπό έλεγχο από τις φαινομενικές επιτυχίες ενός μαρξισμού… που κυριαρχείται από μια αδιαφάνεια και μια ανεπανόρθωτη βαρύτητα. Μέσω του φασισμού τόσο στο Βερολίνο όσο και στη Ρώμη, αφυπνίζεται ο μη μαρξιστικός σοσιαλισμός.

Μέχρι πού όμως μπορεί να φτάσει, μέχρι πού μπορεί να αναπτυχθεί η αναμφισβήτητη σοσιαλιστική ενέργεια του φασισμού; Ποιους στόχους μπορεί να πετύχει; Κατά τη γνώμη μου, η πρόοδος του σοσιαλισμού στο Βερολίνο και τη Ρώμη θα είναι ανάλογη με την εμμονή του εθνικισμού στην Ευρώπη. Άλλο ένα παράδοξο της ιστορίας! Ο σοσιαλισμός και ο εθνικισμός, που για τη νοοτροπία του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα ήταν ανεπανόρθωτα εχθρικοί, πλησιάζουν και αλληλοβοηθιούνται. Πρέπει να σημειώσουμε ξεκάθαρα ότι από την Ανατολική έως τη Δυτική Ευρώπη, οι εθνικισμοί κατάφεραν τα τελευταία πέντε χρόνια να ξεπεράσουν τις δυνάμεις της διεθνιστικής επέκτασης, δηλαδή το μεγάλο κεφάλαιο και τον σοσιαλισμό της Δεύτερης Διεθνούς. Ο μεγάλος καπιταλισμός των τραπεζών και των τραστ έπρεπε να ενδώσει μπροστά στον εθνικισμό των Γάλλων μικροαστών, όπως ο σοσιαλισμός έπρεπε να υποχωρήσει στις μάζες των εργατών και των εργαζομένων που κυριαρχούνταν από τράπεζες και τραστ. Αλλά μια απροσδόκητη αντεπίδραση προέκυψε: οι φασιστικές πατρίδες αναγκάζονται να κρατηθούν ζωντανές, να δημιουργήσουν σοσιαλισμό πίσω από τα έθιμά τους. Πρέπει να κάνουν πολλά από αυτά και θα πρέπει να κάνουν ακόμα περισσότερα αργότερα. Δεν είναι σίγουρα ο σοσιαλισμός που ονειρευόντουσαν όσοι μέχρι χθες ορίζονταν ως σοσιαλιστές: είμαι έτοιμος να το παραδεχτώ. Αλλά ακόμη και ο σοσιαλισμός του Stalin, δεν είναι αυτό που ονειρευόντουσαν. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτός ο σοσιαλισμός, ήταν αρκετός για να υπονομεύσει για πάντα τον μηχανισμό του εμπορικού καπιταλισμού, όπως λειτουργούσε τον περασμένο αιώνα».

Σε αυτούς τους στοχασμούς ενός ανθρώπου της δεκαετίας του 1930, είναι εμφανείς οι ελπίδες και οι απογοητεύσεις μιας γενιάς που βασίστηκε στις πολιτικές θρησκείες για να καλύψει το κενό που άφησε η εκκοσμίκευση. Ο Drieu κατανοούσε το ολοκληρωτικό αποτέλεσμα της νεωτερικότητας, στην ακραία της φάση, αλλά δεν μπορούσε, στην εποχή του, να φανταστεί ότι η μεταμοντερνικότητα θα παρήγαγε νέες μορφές της ολοκληρωτικής αντίληψης της ζωής, χωρίς ωστόσο να επηρεάσει τη βαθιά της ουσία. Είμαστε πλέον στη μεταδημοκρατία, στη μετακυριαρχία, στη μεταπολιτική. Θεωρίες και ιδέες έχουν θαφτεί κάτω από την ανάγκη για επιβίωση και τις σύγχρονες «ανέσεις» που μας πρόσφερε η νεωτερικότητα. Ο Pierre Drieu La Rochelle συνειδητοποίησε κάποτε ότι ο ίδιος ο “φασιστικός σοσιαλισμός”, στην καθολική του φιλοδοξία, προήγαγε τελικά τη γενική «κούραση». «Σίγουρα δεν υπήρξα ποτέ από αυτούς που χαίρονται για την παρακμή του καπιταλισμού στην Ευρώπη, εφ’ όσον δεν μπορώ να δω σε αυτόν το προειδοποιητικό σημάδι μιας συνολικής μεταμόρφωσης του ευρωπαϊκού όντος, μιας αποφασιστικής αναγέννησης. Μια ήπειρος δεν αλλάζει το δέρμα της τόσο εύκολα. Αρκετή απότην ιδιοφυΐα της ίδιας της Ευρώπης, εκδηλώθηκε με τις μορφές του σκληρού και γοητευτικού φιλελευθερισμού, λουλούδι της καπιταλιστικής belle époque, ώστε μη φοβηθεί κανείς βλέποντάς το να μαραίνεται οριστικά, ότι το κακό έχει ήδη φτάσει στις ρίζες. Και στην πραγματικότητα βρίσκω τη θλιβερή επιβεβαίωση των φόβων μου στο γεγονός ότι, ταυτόχρονα με τον καπιταλισμό, είναι ο σοσιαλισμός που δείχνει σημάδια κούρασης μέσα από τη δική του τελευταία φασιστική παρόρμηση».

Ο Drieu έγραψε σε μια εποχή, που πνευματικά και πολιτικά ήταν ακόμα ζωντανή και αυτή την «κούραση» μπορούσε μόνο να τη μαντέψει. Μπορούσε πράγματι να δει σχεδόν προφητικά τα πρώτα του ξημερώματα, αλλά ακόμα μακριά στον ορίζοντα της ιστορίας. Για εμάς όμως, αυτή η «κούραση» είναι η ίδια καθημερινή διάσταση. Μια θλιβερή μεταμοντέρνα συνθήκη από την οποία ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει μόνος του. Η μόνη ελπίδα είναι να μας αποκαλυφθεί, ότι ο Γίγαντας, ο Λεβιάθαν (να την πω σαν τον Junger), ο μεταμοντέρνος όμως γιατί ο σύγχρονος έχει ήδη πεθάνει – έχει πόδια από πηλό. Το μόνο που μένει είναι να περιμένουμε την αναπόφευκτη κατάρρευσή του, η οποία πιθανότατα θα καθοριστεί από το δικό της βάρος, ακριβώς όταν πιστεύει ότι έχει οριστικά κερδίσει. Και μέχρι τότε..κρατάμε αμόλυντο το πνεύμα μας!

ΥΓ. Στοιχεία για το πνεύμα του μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο » Pierre drieu la Rochelle, Ιδέες για μια επανάσταση των Ευρωπαίων» , που κυκλοφορεί από τις εκδόσειςΛόγχη. Επίσης στα ελληνικά κυκλοφορούν και «Το φθίνον φως», » Μια γυναίκα στο παράθυρο της», «Οι αναμνήσεις του Ντικ Ρασπιέ». Λείπουν βέβαια για την ώρα τα βασικά πολιτικοιδεολογικα, του.

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε