Alain de Benoist: «Ο Drieu la Rochelle και ο Jünger ήταν Συντηρητικοί επαναστάτες, πρόθυμοι να διαφυλάξουν τις αιώνιες αξίες»

Το παρακάτω άρθρο είναι σε μετάφρασή μου, από ένα εξαιρετικό κείμενο του μεγάλου Γάλλου φιλοσόφου, Alain De Benoist. Κάνει μια ταυτόχρονη σύγκριση σε δυο μεγάλους συγγραφείς και στοχαστές που σημάδεψαν το Ευρωπαϊκό πνεύμα του 20ου αιώνα. Το αφήνω ολόκληρο χωρίς να το κόψω σε δυο μέρη για να το απολαύσετε καλύτερα. Καλή ανάγνωση:

Ο Ernst Jünger και ο Drieu la Rochelle, ο ένας Πρώσος και ο άλλος Γάλλος, ήταν και οι δύο πρώην μαχητές, που πήγαν στο μέτωπο το 1914 ως αντίπαλοι. Δεν μπορούν να μελετηθούν χωρίς μια ανάλυση της σχέσης τους με τον πόλεμο. Αυτή η ιδρυτική εμπειρία έχει σημαδέψει βαθιά το όραμά τους για τον κόσμο, καθώς και τη σχέση τους με την έλευση της τεχνικής. Αντίπαλοι λοιπόν στα χαρακώματα στην πρώτη γραμμή, οι δύο άνδρες ανέπτυξαν ένα κοινό όραμα για τον πόλεμο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος σημάδεψε ανεξίτηλα και τους δυο. Μια πιο υπαρξιακή εμπειρία ήταν για τον Drieu, ενώ μια πιο εσωτερική εμπειρία ήταν αυτή για τον Jünger. Στο βιβλίο του, “Οι καταιγίδες από ατσάλι”, ο Jünger γράφει: «Από όλες τις συναρπαστικές στιγμές που βιώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, καμία δεν είναι τόσο δυνατή όσο η σύγκρουση μεταξύ δύο ομάδων επίθεσης, στα στενά σπλάχνα των θέσεων μάχης». Αξέχαστο έμεινε το πρώτο βάπτισμα του πυρός για τον Drieu la Rochelle στις 23 Αυγούστου 1914, στην πεδιάδα του Charleroi, στην οποία εκπαίδευσε ο ίδιος πολλούς από τους συντρόφους του. Δήλωσε επανειλημμένα ότι ήταν η πιο δυνατή εμπειρία της ζωής του. «Εκείνη τη στιγμή ένιωσα τη μοναδικότητα της ζωής.Η ίδια χειρονομία να τρως και να αγαπάς, να ενεργείς και να σκέφτεσαι, να ζεις και να πεθαίνεις».

Με άλλα λόγια, αισθάνθηκε ξαφνικά ικανός για μια σύντομη στιγμή, να συμφιλιώσει τις αντιφατικές παρορμήσεις που ένιωθε πάντα μέσα του. Επιπλέον ο Drieu la Rochelle και ο Jünger, έχουν πολεμήσει κατά καιρούς στο ίδιο μέρος και στις δύο πλευρές της πρώτης γραμμής (αλλά όχι την ίδια στιγμή). Και όταν έφυγαν για τον πόλεμο, φαίνεται ότι και οι δύο είχαν ένα αντίγραφο του Ζαρατούστρα του Nietzsche στις τσάντες τους. Πρέπει να πούμε ότι είναι επίσης η σύγκριση των κοινών τους στοιχείων που αναδεικνύει καλύτερα, κάνοντας αντίθεση, όλα όσα τους διακρίνουν. Ενώ ο Drieu πήγε στο μέτωπο ως στρατεύσιμος, ο Jünger προσφέρθηκε εθελοντικά τον Αύγουστο του 1914. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε ήδη προσπαθήσει να καταταγεί στη Λεγεώνα των Ξένων. Γνωρίζουμε ότι η δέσμευσή του και το θάρρος του, θα του χαρίσουν δεκατέσσερις πληγές και τον Σιδηρούν Σταυρό. Παρέμεινε μέχρι το τέλος επικεφαλής ενός τμήματος εφόδου το οποίο δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ο Drieu από την άλλη δεν συμμετείχε στις μάχες παρά μόνο κατά διαστήματα. Στο Verdun τραυματίστηκε μετά από μόλις μια μέρα μάχης, στις 26 Φεβρουαρίου 1916. Το ίδιο και στο Charleroi, όπου τον Δεκέμβριο θα μεταφερθεί στην επικουρική υπηρεσία. Δεν έλαβε τον “Σταυρό του Πολέμου”, παρά μόνο μετά την ανακωχή. Σε ένα από τα κείμενα του το αναγνώρισε ο ίδιος, σε αντίθεση με τον Erich Maria Remarque, τον συγγραφέα του “Ουδέν νεώτερο από δυτικό μέτωπο”, ότι : «ούτε εγώ ούτε ο Montherlant βρεθήκαμε ποτέ στο μέτωπο για πολύ και αυτό κάνει τη διαφορά». Γνωρίζουμε ότι τα πρώτα βιβλία του Jünger αντλούν έμπνευση από τα πολεμικά του ημερολόγια. Στο “Οι καταιγίδες από ατσάλι“, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1920 και το οποίο από τη δεύτερη έκδοσή του το 1922 και μετά έγινε ολοένα και πιο δημοφιλές, δείχνει ξεκάθαρα ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, τον οποίο περιέγραψε σχεδόν σαν την φωτιά που έκαιγε μέσα του, είναι η αφετηρία του για το επάγγελμα του συγγραφέα. Ο Drieu, με εξαίρεση τις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του, την ”Interrogation” και τον “Fond de cantine”, δεν έγραψε πολλά για τον πόλεμο. Περίμενε είκοσι χρόνια για να γράψει τα έξι διηγήματα που απαρτίζουν την “Κωμωδία του Σαρλερουά” και που αφορούν τον Μεγάλο Πόλεμο. (Επίσης, αφού η σκέψη του τον άλλαξε μετά το 1939, δεν θα συμμετάσχει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ο Drieu αντλεί από τον πόλεμο μια κατεξοχήν προσωπική αίσθηση εξύψωσης: ο πόλεμος ήταν γι’ αυτόν μια ευκαιρία να βιώσει καταστάσεις που δεν θα ξεχάσει ποτέ.

Ο Jünger από την άλλη, ο οποίος δίνει πολύ μεγαλύτερη σημασία στο θάρρος από τον Drieu, βλέπει την σύρραξη ως έναν τρόπο επιλογής ενός τύπου ανθρώπου. Επιπλέον, εκείνη τη στιγμή προσκολλήθηκε σε μια πολεμική αντίληψη περί ύπαρξης όπως: «είναι η ζωή κάτω από την πιο τρομερή όψη που της έχει δώσει ποτέ ο δημιουργός», ακόμη και σε έναν μυστικισμό του πολέμου, κάτι που δεν συμβαίνει καθόλου με τον Drieu (ο οποίος, τη δεκαετία του 1920, έκλινε ακόμη και προς τον ειρηνισμό). Στα μάτια του, ο πόλεμος είναι γεγονός της φύσης, και πάνω απ’ όλα της ανθρώπινης φύσης: «Ο πόλεμος δεν είναι εγκατεστημένος από τον άνθρωπο, όπως ούτε το σεξουαλικό ένστικτο. Είναι νόμος της φύσης, γι’ αυτό δεν μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από την αυτοκρατορία του». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι παραδόξως, είναι εκεί που ο άνθρωπος βρίσκει τις προϋποθέσεις για να εφαρμόσει την πλήρη ανθρωπιά του, χωρίς μίσος για τον εχθρό (ο αληθινός πολεμιστής κάνει πόλεμο εναντίον του εαυτού του, ακόμη και πριν τον κάνει ενάντια σε εξωτερικούς εχθρούς). «Ένας πολιτισμός μπορεί να θεωρηθεί όσο ανώτερος θέλει, αλλά αν το αρσενικό νεύρο χαλαρώσει, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας κολοσσός με πήλινα πόδια». Και οι δύο συγγραφείς ωστόσο, αντιμετώπισαν τον Μεγάλο Πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε το 1914 ως μια κλασική αναμέτρηση και στη συνέχεια μετατράπηκε σταδιακά σε κάτι εντελώς νέο: μια ανάπτυξη γιγάντων, απρόσωπων δυνάμεων, μια «μονομαχία μηχανών τόσο τρομερών από σύγκριση των οποίων ο άνθρωπος σχεδόν δεν υπάρχει πια», δήλωνε ο Jünger. Αλλά η έλευση του «τεχνικού πολέμου – αυτός ο πόλεμος του σιδήρου και όχι των μυών», προκάλεσε φρίκη πάνω από όλα στον Drieu, ο οποίος τον είδε ως μια «κακόβουλη εξέγερση της ύλης που υποδουλώθηκε στον άνθρωπο, ένα πραγματικό βιομηχανικό κρεοπωλείο». Ενώ στον Jünger, ο οποίος βλέπει καθαρά πώς αυτός ο πόλεμος μοιάζει με ένα ηφαιστειακό σφυρηλάτημα όπου τα στοιχεία απελευθερώνονται με τιτάνιο τρόπο, θα γεννήσει τη διαίσθηση ενός νέου ανθρώπινου τύπου, εντελώς αντίθετου από αυτόν του αστού: του Εργάτη, του οποίου Ο «ηρωικός ρεαλισμός» θα μπορούσε να εξασφαλίσει την έναρξη (Mobilmachung) του Κόσμου.

Ενώ ο Drieu συγκρατείται θρηνώντας,, για τον Jünger οι «στρατοί των μηχανών» ανακοινώνουν τα «τάγματα των εργατών», την εμπειρία του πολέμου που πρέπει να δώσει στον άνθρωπο μια διάθεση (Bereitschaft) για «ολική κινητοποίηση», μια επιθυμία για κυριαρχία (Herrschaft) που εκφράζεται μέσω της Τεχνικής. Ο Drieu ακόμη κι αν γράφει ότι «είναι πλέον απαραίτητο ο άνθρωπος να μάθει να κυριαρχεί στη μηχανή, που τον ξεπέρασε στον πόλεμο», δεν συμμερίζεται το όραμα ταυτόχρονα αισιόδοξο και εθελοντικό, που ανέπτυξε ο Γερμανός συγγραφέας το 1932 στο το περίφημο βιβλίο του “Ο Εργάτης”, στο οποίο βρίσκουμε τον έπαινο αυτής της «Τεχνικής» της οποίας αργότερα θα καταδικάσει τον «τιτανικό» χαρακτήρα, υπό την επίδραση του αδελφού του Friedrich Georg, αρχίζοντας να βλέπει τα ολέθρια αποτελέσματα της! Ο Drieu και ο Jünger προφανώς συμφωνούν επίσης στο γεγονός ότι ο Μεγάλος Πόλεμος έβαλε τέλος στον «πόλεμο σε σχήμα» (Vattel), που διατηρούσε ακόμα κάποια συγγένεια με τον πόλεμο του ιππικού. Αλλά ο Jünger καταλαβαίνει επίσης ότι ο πόλεμος είναι πλέον ένας ολοκληρωτικός, μια έκφραση της οποίας το νόημα πρέπει να διευκρινιστεί. Ο ολοκληρωτικός πόλεμος δεν είναι ο «απόλυτος πόλεμος» (absoluter Krieg) για τον οποίο μίλησε ο Clausewitz, ο οποίος, οδηγούμενος στα άκρα, μπορεί τελικά να οδηγήσει στον «πόλεμο της εκμηδένισης», στον οποίο ο εχθρός, ακόμα κι αν δεν καταστραφεί ολοκληρωτικά, γίνεται ανίκανος να συνεχίσει να μάχεται.

Η πιο σημαντική ιδέα την οποία οι συντηρητικοί και αντιδραστικοί κύκλοι γενικά δεν έχουν ακόμη κατανοήσει, είναι μάλλον ότι ο πόλεμος δεν είναι πλέον αποκλειστικά στρατιωτικός και ότι ο κλασικός πόλεμος μεταξύ κρατών έχει καταλήξει να δώσει τη θέση του στον οικονομικό και ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτό που ο Léon Daudet είχε δει πολύ ξεκάθαρα ήδη το 1918, στο πρωτοποριακό του βιβλίο, με τίτλο “Συνολικός πόλεμος”: «Αυτή είναι η επέκταση του αγώνα στην πολιτική, οικονομική, εμπορική, βιομηχανική, νομική και οικονομική σφαίρα». Οι δυο συγγραφείς χρησιμοποίησαν μια ρομαντική ουτοπία σε μερικά έργα τους όπως ο Jünger με τα “Auf den Marmorklippen” και “Heliopolis” και ο Drieu με το “L’homme à cheval” και το “ Beloukia”, σε μια εποχή που δεν ήταν συνηθισμένο. Από συγγραφικής σκοπιάς, αυτό που μου κάνει εντύπωση στον Drieu, είναι η τάση του για μια συγκεκριμένη μορφή εξομολόγησης, στην οποία αποκαλύπτεται χωρίς παρεκκλίσεις ή τέρψεις. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα κείμενα που δημοσίευσε μετά τον θάνατό του όπως στο “journal 1939-1945”. Αλλά τέτοιες πνευματικές φιγούρες δεν θα μπορούσαν να δώσουν και μια ιδεολογική χροιά στο πνεύμα τους. Όπως επισημαίνει ο Julien Hervier στο βιβλίο του “Deux individus contre l’histoire: Drieu et Jünger” (Δύο άτομα ενάντια στην ιστορία: Drieu και Jünger), αυτό που είναι εντυπωσιακό και στους δυο, είναι το εκρηκτικό μείγμα που εμφανίζεται μέσα τους ανάμεσα σε ένα αδιαμφισβήτητο αντιδραστικό πνεύμα και μια επαναστατική θέληση. Ο Jünger ήταν τόσο κοντά, στο τέλος του Μεγάλου Πολέμου, με τον Ernst Niekisch, ​​τον στοχαστή του εθνικομπολσεβικισμού και ο Drieu στράφηκε προς στον φασισμό.

Και οι δύο ήταν αναμφίβολα επαναστάτες συντηρητικοί, πρόθυμοι να διαφυλάξουν αξίες που θεωρούσαν αιώνιες, αλλά ταυτόχρονα γνώριζαν ότι η έλευση του σύγχρονου κόσμου έχει δημιουργήσει ανεπανόρθωτες ρήξεις. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, η ομοιότητα δεν προχωρά πολύ περισσότερο. Η πολιτική δέσμευση του Jünger είναι μια άμεση επέκταση της εμπειρίας του στο μέτωπο: μετά την απώλεια του πολέμου, ο βετεράνος από το μέτωπο πρέπει να «κερδίσει το έθνος». Από αυτή την άποψη, η γερμανική ήττα μπορεί ακόμη και να γίνει μια πηγή: «Η Γερμανία ηττήθηκε, αλλά αυτή η ήττα ήταν σωτήρια γιατί βοήθησε να εξαφανιστεί η παλιά Γερμανία […] Έπρεπε να χάσουμε τον πόλεμο για να κερδίσουμε το έθνος». Δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον Drieu, ο οποίος ενδιαφέρεται πραγματικά για την πολιτική μόνο όταν ο Jünger αρχίζει να απομακρύνεται από αυτήν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο Ernst Jünge γρήγορα θεωρήθηκε ως ο πιο λαμπρός συγγραφέας της γενιάς του μετώπου. Εγκαταστάθηκε στη Λειψία το 1923, μετά την αποχώρησή του από το «Reichswehr», εντάχθηκε σε οργανώσεις που συνδέονται με τα «FreiKorps» (την ταξιαρχία «Ehrhardt», την οργάνωση «Rossbach» και σε ορισμένες λίγκες του Bündisch που προσαρτήθηκαν στο «Jugendbewegung» (Κίνημα νεολαίας), συμμετείχε σε αμέτρητες ομάδες και μικρά γκρουπ καθώς και εθνικιστικές ομάδες και τελικά «αυτοεξαιρέθηκε» από την πολιτική με τον αδελφό του Friedrich Georg. Αυτή η πυρακτωμένη δέσμευση, σε μια εποχή που δεν ήταν για λιγότερα, τον οδήγησε να γράψει περίπου 140 άρθρα για μια ολόκληρη σειρά περιοδικών (Arminius, Vormarsch, Die Kommenden, Widerstand) στα οποία υποστήριξε έναν «νέο εθνικισμό» στρατιωτικής έμπνευσης και επαναστατικής. «Αν θέλουμε να εκθέσουμε το πρόγραμμα που ανέπτυξε ο Niekisch στο «Widerstand» με τη μορφή μιας ξερής εναλλακτικής, είναι κάτι σαν ενάντια στους αστούς, υπέρ του εργάτη. εναντίον του δυτικού κόσμου, υπέρ της Ανατολής».

Τα μεγάλα πολιτικά δοκίμια εμφανίστηκαν από το 1929, με αποκορύφωμα το μεγαλειώδες “Ο Εργάτης”, που δημοσιεύτηκε το 1932, στο Αμβούργο, από τον οίκο «Hanseatische Verlagsanstalt». Στα νιάτα του, αναμφίβολα υπό την επιρροή του Niekisch, ο Jünger έρχονταν μερικές φορές να δει στους κομμουνιστές τους καλύτερους παρασκευαστές της «επανάστασης χωρίς λόγια» και που θα αναφέρει και στο βιβλίο του. Αργότερα όμως και από μια εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, θα υπογραμμίσει σε ποιο βαθμό ο κομμουνισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός εισήγαγαν επίσης την τεχνολογία στην πολιτική ζωή, εκδηλώνοντας έτσι την ίδια προσήλωση στη νεωτερικότητα, μέσα στον ορίζοντα μιας θέλησης για εξουσία, που ο ο Heidegger ήξερε να αποκαλύψει ως απλή «βούληση της θέλησης». Παρόμοιοι στοχασμοί μπορούν να βρεθούν στο “Γενεύη ή Μόσχα” (1928), όπου ο Drieu τονίζει ότι ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός είναι και οι δύο κληρονόμοι της Μηχανής: «Ο ένας και ο άλλος είναι οι ένθερμοι και σκοτεινοί γιοι της βιομηχανίας». Ίσως ήδη ανήσυχος για την άνοδο του ναζισμού, ο Jünger (απογοητευμένος από πολλά πρόσωπα) απομακρύνεται ριζικά από την πολιτική την ίδια στιγμή που ο Drieu είναι εξίσου αποφασιστικά αφοσιωμένος σε αυτήν. Ο τελευταίος δημοσίευσε τον “Φασιστικό Σοσιαλισμό” το 1934 και στη συνέχεια, τρία χρόνια αργότερα εντάχθηκε στο PPF του Jacques Doriot, από το οποίο έφυγε το 1938, επικρίνοντας τον ότι δεν ήταν «πραγματικά επαναστάτης» (η οριστική παραίτησή του από το PPF χρονολογείται από το 1939). Το 1933, ωστόσο, είχε προσεγγίσει το αριστερό ρεύμα με επικεφαλή τον Gaston Bergery, όταν ο τελευταίος εγκαινίασε το «Κοινό Μέτωπο κατά του Φασισμού». Στο μεταξύ, πρέπει να πούμε ότι το θέαμα των κοινών διαδηλώσεων στις 6 Φεβρουαρίου στο Παρίσι τον γέμισε ενθουσιασμό. Στο έργο του, “Φασιστικός Σοσιαλισμός”, ο Drieu αντιτάσσει τον Nietzsche στον Marx: «Ο Nietzsche εναντίον του Μαρξ, ο Nietzsche διαδέχεται τον Marx, ο Nietzsche αληθινός προφήτης και εμπνευστής των μεταπολεμικών επαναστάσεων». Αλλά θα ήταν σοβαρό λάθος να πιστεύουμε ότι ο Drieu βλέπει την πολιτική ως το πεδίο των ιδεών στην πράξη. Αντίθετα, τη βλέπει ως καθαρή δράση, σε αντίθεση με κάθε διανόηση, ως μέσο για να φύγουν οι ιδέες, δηλαδή από την αφηρημένη ευφυΐα. Όμως ενώ καταγγέλλει τον διανοούμενο, δεν αγνοεί ότι ο ίδιος είναι διανοούμενος. Και όπως λέει ο ίδιος: «Συμπεριφέρθηκα με πλήρη συνείδηση, σύμφωνα με την ιδέα που είχα για τα καθήκοντα του διανοούμενου. Ο διανοούμενος -όπως και ο θρησκευόμενος και ο καλλιτέχνης- δεν είναι πολίτης σαν τους άλλους. Έχει καθήκοντα και δικαιώματα ανώτερα από αυτά των άλλων».

Όπως σωστά σημείωσε ο Julien Hervier, η ανάγκη για δέσμευση προκύπτει επομένως στον Drieu από μια ηθική της δράσης για δράση. Εμπλέκεται όχι από πρόκληση, αλλά γιατί θα ήταν δειλό να μην το κάνει. Στη ζωή είναι υποχρεωτικό να λερώσεις τα χέρια σου. Και κυρίως, ας το επαναλάβουμε, αναζητά στην πολιτική αυτό που πάντα επιζητούσε, χωρίς ποτέ να τα καταφέρει. Και όχι τόσο έναν «τρίτο δρόμο» όσο ένα είδος απόλυτης σύνθεσης, χάρη στην οποία είναι σε θέση να συμβιβάσει τις αντιφάσεις της. Απογοητεύεται αμέσως, αλλά δεν θέλει να το παραδεχτεί. Είναι για τον ίδιο λόγο που στη διάρκεια της Κατοχής, ακόμα κι αν πειστεί για τη γερμανική ήττα, θα παραμείνει στη θέση του. Στα μυθιστορήματα του, ο Drieu υποδύεται ορισμένους χαρακτήρες που καταγγέλλουν ή αποκαλύπτουν τη ματαιότητα της πολιτικής δέσμευσης. Στο “Beloukia” , ο Felsan παρουσιάζεται ως «ένας από εκείνους τους μέτριους που ρίχνονται στον πολιτικό φανατισμό, για να εκδικηθούν για τα φτωχά αποτελέσματα που στα συνηθισμένα έργα παράγει η υπερβολική μετριότητα της ιδιοσυγκρασίας τους». Στο “L’homme à cheval”, ο Felipe επίσης δεν έχει αυταπάτες για την πολιτική. Είναι μια αυτοκριτική για τον Drieu. Ο εθνικομπολσεβικισμός που διακήρυττε ο Niekisch και μερικοί άλλοι είδαν την Οκτωβριανή Επανάσταση ως μια κατεξοχήν εθνική επανάσταση. Προτείνει έναν «προσανατολισμό προς την Ανατολή» (Ostorientierung) προκειμένου να απελευθερωθεί η ηττημένη Γερμανία από τη διπλή επιρροή της διαλυμένης Δύσης και του Καθολικού Νότου. Ο Niekisch είδε επίσης στο σοβιετικό σύστημα κάτι παρόμοιο με το πρωσικό πνεύμα και με αυτόν τον «γερμανικό σοσιαλισμό» που επίσης διεκδικούσαν ταυτόχρονα οι Spengler και ο Sombart. Ο Drieu γράφει ότι «ο μόνος βαθύς πόρος του γερμανικού ιμπεριαλισμού θα ήταν ο γερμανικός κομμουνισμός», αλλά δεν τον τοποθετεί στην ίδια προοπτική. Μόλις από το 1943, αφού συνειδητοποίησε ότι ο Hitler είχε χάσει τη «σοσιαλιστική επανάσταση» και ότι ο χιτλερισμός βρισκόταν σε αδιέξοδο, άρχισε να επαινεί ανοιχτά τον ρωσικό κομμουνισμό: «Πρέπει να επιθυμούμε τη νίκη των Ρώσων παρά των Αμερικανών [.. .] Οι Ρώσοι έχουν ένα σχήμα, κάτι, ενώ οι Αμερικάνοι όχι […] Τίποτα πια δεν με χωρίζει από τον κομμουνισμό, τίποτα δεν με έχει χωρίσει ποτέ από εμάς εκτός από την αταβιστική μου μικροαστική ένταση». Αυτά τα τελευταία λόγια είναι αποκαλυπτικά. Στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (1847), ο Marx δήλωσε ότι «η σύγχρονη κυβέρνηση είναι μόνο μια επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις ολόκληρης της αστικής τάξης». Πρόσθεσε ότι «οι αστικές συνθήκες παραγωγής και ανταλλαγής, το αστικό καθεστώς ιδιοκτησίας, η σύγχρονη αστική κοινωνία […] μοιάζουν με τον μάγο που δεν ξέρει πια πώς να κυριαρχεί στις κολασμένες δυνάμεις που προκαλεί». Ο Jünger θα μπορούσε να το υπογράψει, αφού για αυτόν η φιγούρα του εργάτη είναι ακριβώς αντίθετη από αυτή του μισητού Αστού. Ο Drieu είναι πολύ πιο αμφίθυμος. Ο πρώτος του γάμος με την Colette Jéramec του είχε ήδη δώσει τη δυνατότητα να ζήσει την αστική ζωή που ισχυριζόταν ότι μισούσε. Το μυθιστόρημά του, με τίτλο “Rêveuse bourgeoisie”, που δημοσιεύτηκε το 1937, περιγράφει την ιστορία μιας αστικής οικογένειας πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά περιέχει λίγες πολιτικές σκέψεις. Ο Drieu γνωρίζει πολύ καλά ότι ο αστικός ατομικισμός, τον οποίο καταδίκασε έντονα, είναι μέρος της ύπαρξής του. Βρίζει την παρακμή πάνω από όλα γιατί συνειδητοποιεί ότι υπάρχει και κάτι παρακμιακό πάνω του. Το έργο του “Interrogation”, περιέχει αυτήν την φράση: «το όνειρο και η δράση». Αυτές είναι λέξεις που έχουν συχνά αναφερθεί επειδή η αντιπαράθεσή τους μεταφράζει ακριβώς αυτό που προσπάθησε να συμβιβάσει ο Drieu σε όλη του τη ζωή. Η αναζήτηση μιας «τρίτης οδού» μπορεί να φαίνεται φυσική σε κάποιον που πάντα προσπαθούσε να συμφιλιώσει τα αντίθετα: όνειρο και δράση, γραφή και πόλεμος, μελάνι και αίμα. Ποτέ όμως δεν πέτυχε τον σκοπό του.

Και η πολιτική αντιστοιχούσε επίσης στην αναζήτηση ενός απόλυτου, ικανού να συμφιλιώσει όλα τα αντίθετα. Όπως ο ήρωας του έργου του “L’homme à cheval”, ο Drieu ονειρευόταν επίσης «κάτι βαθύτερο από την πολιτική, ή μάλλον ονειρευόταν μια βαθιά και σπάνια πολιτική που συνδυάζει ποίηση, μουσική και, ποιος ξέρει, ίσως υψηλή θρησκεία». Δεν κατάφερε όμως να καθορίσει τον δρόμο που θα τον οδηγούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Από πολλές απόψεις ήταν πάντα ερασιτέχνης. Σε ότι αφορά το “Ημερολόγιό» του των ετών 1939-1945, μπόρεσε ακόμη και να μιλήσει για την «αδιαφορία του για κάθε βαθιά ιδεολογική πεποίθηση», για την «ευελιξία». Άλλωστε δεν είχε τα θεωρητικά μέσα για να κατανοήσει πραγματικά τις ιδέες που υποστήριζε. Ο Drieu είναι ένας από αυτούς που προσπαθούν να αγαπήσουν αυτό που τους πληγώνει περισσότερο. Έχει ένα πάθος για την πολιτική όσο περισσότερο η πολιτική να τον αηδιάζει και τον απογοητεύει. Το ίδιο συμβαίνει με τις γυναίκες, αλλά και με το σώμα. Ο Drieu ήταν άνθρωπος των δισταγμών, των στροφών, των ταλαντώσεων, των αντιφατικών ενθουσιασμών, των αναποφασιστικών και κυρίως των πάντα απογοητευμένων παρορμήσεων. Σε σύγκριση με τον Jünger, ήταν Στρατιώτης του Μετώπου, μερικές φορές επαναστάτης, αλλά ποτέ Άναρχος.

Μέσα σε όλο τους το συγγραφικό έργο ανέπτυξαν και την σκέψη για την Ευρώπη. Οι δύο άνδρες έχουν κοινό ότι έκριναν απαραίτητο οι λαοί της Ευρώπης να υπερβούν τις αντίστοιχες εθνικές εκτάσεις τους. Ήταν στη δεκαετία του 1920, ξεκινώντας από το “Mesure de la France“ το 1922, που ο Drieu μίλησε πιο έντονα υπέρ ενός μεγάλου ευρωπαϊκού ηπειρωτικού μπλοκ. Η ιδέα αναβίωσε το 1927 στο έργο του “Le jeune européen”,(Ο Ευρωπαίος νέος), το 1928 στο “Geneve ou Moscou” , το 1931 στo “L’Europe contre les patries”, (Ευρώπη ενάντια στις πατρίδες). Στην “Κωμωδία του Σαρλερουά”, διαβάζουμε, ακόμη το 1934, ότι «σήμερα η Γαλλία ή η Γερμανία είναι πολύ μικρές». Ταυτόχρονα, ο Drieu νόμιζε ότι είχε βρει στην Κοινωνία των Εθνών τη λύση σε αυτό που ζητούσε (Γενεύη ή Μόσχα), κάτι που φαίνεται λίγο περίεργο σήμερα. Ακόμη πιο περίεργο, αναθέτει στον «ευρωπαϊκό καπιταλισμό» τον ρόλο της καταστροφής των τοπικών πατριωτισμών προς όφελος του ευρωπαϊκού πατριωτισμού. Για τον Drieu, η ιδέα της «τρίτης οδού», Τρίτης θέσης, βασίζεται, στην πραγματικότητα, σε έναν αρκετά κλασικό τρόπο, στην προφανή ανάγκη της Ευρώπης να κρατήσει αποστάσεις τόσο από το αμερικανικό όσο και από το σοβιετικό μοντέλο, δύο δυνάμεις που είχανε μια βαθιά συγγένεια: «Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, εκείνους που ονομάζονται καπιταλιστές, στη Σοβιετική Ρωσία τους ονομάζουν κομμουνιστές, αλλά κάνουν το ίδιο πράγμα».

Στα μυθιστορήματά του, ο Boutros, ο κεντρικός χαρακτήρας του ”la femme dans la fenetre”, δηλώνει, αν και κομμουνιστής, ότι: «δεν έχω μεγάλη πίστη ούτε στους Αμερικανούς ούτε στους Ρώσους. Μικροί και εξουθενωμένοι λαοί της Ευρώπης, βρισκόμαστε ανάμεσα σε δύο μάζες την Αμερική και την Ρωσία. Η Ευρώπη, τοποθετημένη ανάμεσα σε αυτοκρατορίες ηπειρωτικών διαστάσεων, αρχίζει να υποφέρει από τη διαίρεση σε είκοσι πέντε κράτη, κανένα από τα οποία δεν έχει το μέγεθος να κυριαρχήσει σε όλα τα άλλα ή να τα εκπροσωπήσει επάξια στον δυσανάλογο ανταγωνισμό που ανοίγεται ανάμεσα σε τεράστια κομμάτια της Ασίας και της Αμερικής». Η γενική του ιδέα είναι ότι το μέλλον της Ευρώπης εξαρτάται από την ικανότητά της να ενωθεί για να αντιμετωπίσει τους δύο ανταγωνιστικούς ιμπεριαλισμούς που την απειλούν με τον ίδιο τρόπο. Οι «μικρές χώρες», οι εθνικισμοί που έχουν περιοριστεί, αδυνατούν να το κάνουν. Για να δημιουργηθεί η Ευρώπη, πρέπει να διεξαχθεί πόλεμος ενάντια στις «μικρές χώρες» που αποτελούν τόσα πολλά εμπόδια για την ανάδειξή της στην παγκόσμια σκηνή. «Η Ευρώπη θα ενωθεί ή θα προσπαθήσουν να την καταβροχθίσουν ή θα καταβροχθιστεί στα σίγουρα », διαβάζουμε ξανά στο “Mesure de la France”. Σε ένα απόσπασμα, ο Drieu επαινεί την Αυτοκρατορία: «Η πατρίδα είναι πικρή για όσους ονειρεύτηκαν την Αυτοκρατορία. Τι είναι για μας πατρίδα, αν όχι η υπόσχεση της Αυτοκρατορίας;. (L’homme à cheval). Η Ευρώπη πρέπει να συνενωθεί με “αυτοκρατορικό” τρόπο, που σημαίνει ότι δεν το συλλαμβάνει με “ναπολεόντειο” τρόπο, ως διευρυμένο έθνος. Αυτό που ο Hitler, αιχμάλωτος του εθνικισμού και του πανγερμανισμού του, δεν κατάλαβε ποτέ». Ο Drieu το επαναλάμβανε συνεχώς μετά το 1942: «Ο Χίτλερ είναι Γερμανός επαναστάτης, αλλά όχι Ευρωπαίος».

Στo η “Ευρώπη κατά των πατρίδων”, γράφει: «Κατ’ αρχάς δεν είστε Γερμανοί, αρκετά αυτά τα αστεία. Δεν είμαστε ούτε Γαλάτες ούτε Λατίνοι, ούτε οι Ιταλοί, είμαστε Ρωμαίοι. Φιγούρες που σκιαγραφούνται στην ποίηση, πυκνώνουν σε μορφές πολιτικών τεράτων από τη νοσταλγική μικροαστική τάξη, στα βάθη των βιβλιοθηκών του δέκατου ένατου αιώνα […] Τώρα επιβάλλεται ένα άλλο είδος φροντίδας που διευρύνει το εθνικό κράτος, σε μια εποχή που δεν μετράει τίποτα όταν δεν είναι μια ήπειρος». Σημειώστε ότι ο Drieu απηχεί επίσης την αντίθεση «νεαρών» και «γηραιών», που συναντάμε σε έναν Moeller van den Bruck. Με διαφορετικές μορφές, αυτό το θέμα μιας ισχυρής και σοσιαλιστικής Ευρώπης θα παραμείνει σταθερό στο έργο του. Και ο ίδιος ο Jünger κατάφερε επίσης να αποστασιοποιηθεί από στενά εθνικά σύνδρομα. Ήταν και ο ίδιος «καλός Ευρωπαίος», αλλά όχι με την αντίληψη του Drieu. Στο ο «Εργάτης», θέτει ήδη ένα παγκόσμιο πρόβλημα που θα βρεθεί μετά τον πόλεμο στο δοκίμιό του για το «Παγκόσμιο Κράτος». Στο «Η ειρήνη», ο Jünger αρκείται στο να εκλιπαρεί για την αναγέννηση μιας πνευματικά ενωμένης και εκ νέου εκχριστιανισμένης Ευρώπης. Ο Drieu ονειρεύεται μόνο την αναγέννηση. Όπως ο Nietzsche, πιστεύει ότι αυτό που καταρρέει δεν πρέπει να σωθεί, αλλά μάλλον πρέπει να ελπίζει ότι η κατάρρευσή του θα επιταχυνθεί. Για το λόγο αυτό, στο ημερολόγιό του, δηλώνει ότι ελπίζει στην καταστροφή της Δύσης και ότι επικαλείται μια βάρβαρη εισβολή που θα σαρώσει αυτόν τον ετοιμοθάνατο πολιτισμό: «Με χαρά χαιρετίζω την έλευση της Ρωσίας και του κομμουνισμού. Θα είναι φρικτό, φρικτά καταστροφικό». Ο Drieu είναι μανιακός με την Αγγλία και έχει τη φήμη του γερμανόφιλου, αλλά κατά βάθος δεν γνωρίζει πολλά για τον γερμανικό κόσμο. Ο Jünger θεωρείται γαλλόφιλος, κάτι που δεν είναι λάθος, αλλά πολύ συχνά κάνει κάποιον να ξεχνά, μεταξύ των Γάλλων ιδιαίτερα, πόσο πολύ ανήκει κι αυτός στον γερμανισμό. Ο Drieu μερικές φορές τυφλώνεται από την αγγλομανία του. Ήταν ο πρώτος που έγραψε ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουν ως πρότυπο τους Αγγλοσάξονες, τονίζοντας τον δανδισμό, τη λατρεία του σώματος και την κομψότητά τους. Μόνο αργότερα φαίνεται, θα συνειδητοποιήσει ότι οι αγγλοσαξονικές χώρες είναι επίσης η επιλεγμένη γη του καπιταλισμού, του ωφελιμισμού και της υλιστικής τυποποίησης και ότι είναι «οι δύο μεγάλες αγγλοσαξονικές δυνάμεις που κρατούν τους ωκεανούς». Τέλος, σημειώνουμε ότι οι χώρες του Νότου, που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα μυθιστορήματα του, απουσιάζουν εντυπωσιακά από τις πιο θεωρητικές του σκέψεις σχετικά με την Ευρώπη.

Και οι δύο έδωσαν μεγάλη σημασία στην υπέρβαση και ανέπτυξαν ενδιαφέρον για τις θρησκείες και τον Χριστιανισμό, με πολυάριθμες αναφορές στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη, όπως στο «Ημερολόγιο Πολέμου» του Jünger για παράδειγμα, που ανέπτυξε μια κριτική και νιτσεϊκή ματιά σε αυτές. Διάβαζε κυρίως Βιβλικά και Χριστιανικά γραπτά, ξεκινώντας από το τέλος του πολέμου, όταν έγραψε το η “H Ειρήνη” και επίσης στη δεκαετία του 1950 κατά την περίοδο που τελείωσε με το δοκίμιό του για το “Παγκόσμιο Κράτος”. Ήταν μια εξέλιξη που απογοήτευσε πολύ τον γραμματέα του,τον Armin Mohler! Ο Jünger κάνει έναν παραλληλισμό μεταξύ της ανόδου του ολοκληρωτισμού (η «γυμνή κτηνωδία») και της αποσύνθεσης του Χριστιανισμού. Από την άλλη, στις «Επιστολές» του, ανοιχτές προς τους Σουρεαλιστές, ο Drieu ο οποίος επίσης ονειρευόταν να γίνει ιερέας ή μοναχός, γράφει ότι: «η βασική λειτουργία, η κατ’ εξοχήν ανθρώπινη λειτουργία που προσφέρεται σε ανθρώπους σαν εσάς, τολμηρούς και δύσκολους, είναι να αναζητεί και να βρίσκει Θεούς». Αλλά σε αυτόν οι νύξεις για τον Θεό είναι αρκετά σπάνιες και σε αυτό το σημείο διαφέρει ελάχιστα από τον Jünger. Περισσότερο από την ίδια τη θρησκεία, είναι η πνευματικότητα – να χρησιμοποιεί κάποιος έναν όρο που έχει γίνει της μόδας, άρα και υπερβολικός – που τον ελκύει. Εξ ου και το ενδιαφέρον που κατέληξε να δείχνει για την ανατολίτικη σοφία, ακόμη και για τον εσωτερισμό.

Στον πρόλογο του στο έργο του “Gilles”, το 1939, έγραψε ότι αν μπορούσε να ξαναζήσει τη ζωή του, θα την είχε αφιερώσει στην ιστορία των θρησκειών. Όπως ο Jünger, που ήταν πολύ δεμένος με τον Mircea Eliade (μαζί συνεργαζόταν στο περιοδικό «Antaios»), έχει παθιασμένο ενδιαφέρον για τους μύθους και αναφέρεται συνεχώς στο ιερό, αλλά ποτέ δεν προσπαθεί να το συσχετίσει με μια συγκεκριμένη θρησκεία. Το ιερό είναι γι’ αυτόν συνώνυμο του θείου, και αυτό το θείο είναι περισσότερο έμφυτο παρά υπερβατικό: «Ο Θεός αντιπροσωπεύει πάνω απ’ όλα το βάθος του κόσμου». Από τη δήλωση του Nietzsche ότι «ο Θεός είναι νεκρός», ο Jünger αντλεί την πεποίθηση ότι «ο Θεός πρέπει να συλληφθεί με νέο τρόπο». Αυτό που συνήθως αποκαλείται πίστη, δύσκολα βρίσκει θέση εδώ. Ας σκεφτούμε αντί για την περίφημη επιβεβαίωση του Heidegger: «Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει». Για τον Jünger μιλώντας τώρα για την τέχνη, δεν γνωρίζω αν έχει μια πραγματική καλλιτεχνική έλξη στον κλασικισμό. Έχοντας φτάσει σε μια περίοδο «στυλ Goethe» της ζωής του, σίγουρα δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει σε κλασικό στυλ, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να ενδιαφερθεί για ζωγράφους, χαράκτες ή σχεδιαστές πολύ διαφορετικών τάσεων (Alfred Döblin, A. Paul Weber και πολλοι άλλοι).

Από την πλευρά του, ο Drieu είχε πάντα ένα εξαιρετικό όραμα αισθητικής για τη ζωή γενικά και για την πολιτική ειδικότερα. Ήθελε να γίνει μεγάλος καλλιτέχνης, όπως ήθελε να γίνει μεγάλος ποιητής, μεγάλος εραστής, μεγάλος πολιτικός, αλλά είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποια ακριβώς ήταν τα καλλιτεχνικά του γούστα. Σε τρεις γνωστές εμπρηστικές επιστολές, τα έσπασε γρήγορα με τους σουρεαλιστές, οι οποίοι τον απογοήτευσαν επίσης. Σε μια από αυτές τις επιστολές, εμπιστεύεται ότι βλέπει «τη ζωή ως προσευχή και την Τέχνη, με τρόπο του ιδιαίτερο, αυτή ακριβώς την προσευχή», αλλά οι παρατηρήσεις του αναφέρονται μόνο στην «Τέχνη» γενικά, όχι σε ένα συγκεκριμένο ύφος. Αργότερα έτυχε να υπερασπιστεί ζωγράφους όπως ο Fernand Léger, ο Georges Braque, ο Matisse ή ο Picasso, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να μας ενημερώσει πραγματικά για τις καλλιτεχνικές του προτιμήσεις. Στο άρθρο του «Artistes et prophètes», που δημοσιεύτηκε στο Μπουένος Άιρες στην εφημερίδα «La Nación» το 1939, ο Drieu σημειώνει ότι οι «χιτλερικοί ιεροεξεταστές, στον αγώνα τους ενάντια στην εκφυλισμένη ζωγραφική, θέλουν να καταστρέψουν όλη την σπασμωδική πτυχή της τέχνης τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά οι ίδιοι, στο επαναστατικό τους κίνημα, είναι η πιο βέβαιη έκφραση του σπασμωδικού χαρακτήρα του πνεύματος του αιώνα». Και προσθέτει: «Οι χιτλερικοί απαγόρευσαν το έργο του Vincent Van Gogh από τα γερμανικά μουσεία. Ωστόσο, αυτός ο βίαιος και απελπισμένος ζωγράφος μου φαίνεται ότι είναι ένας από τους προδρόμους του Χίτλερ». Μια ιδέα που δεν είχε ακόμη εξερευνηθεί!

2 απαντήσεις στο “Alain de Benoist: «Ο Drieu la Rochelle και ο Jünger ήταν Συντηρητικοί επαναστάτες, πρόθυμοι να διαφυλάξουν τις αιώνιες αξίες»”

  1. Μιλτιάδης Βισαξής Άβαταρ
    Μιλτιάδης Βισαξής

    Υπάρχει μεταφρασμένη βιβλιογραφία του Ernst Jünger στα Ελληνικά? Και αν ναί, είναι η μετάφραση αυτή κατα γράμμα?

    Μου αρέσει!

  2. Χαίρε αγαπητέ. Δυστυχώς ελάχιστα. Στα ελληνικά θα βρεις το» Παιχνίδια της Αφρικης» που αφορά την μοναδική εμπειρία του στην Λεγεώνα των ξένων, θα βρεις το » Ναρκωτικά και μεθη» με την εμπειρία του σε ουσίες σε ηλικία 80 χρόνων.

    Εγώ που έβγαλα το βιβλίο που βλέπεις παραπάνω, κάτι σαν μια περιγραφή του έργου του, του πνεύματος του. Σύντομα θα βγει από αυτοεκδοσεις το δυναμικό «Καταιγίδες από ατσαλι».

    Αυτά δυστυχώς. Δεν έχει ασχοληθεί κάποιος οίκος δεν ξέρω γιατί και ειναι κρίμα, αν και υποπτεύομαι ότι μάλλον θεωρούνται κάπως.. επικίνδυνα τα φιλοσοφικά του έργα. Εγω τα έχω μελετήσει, είμαι τυχερός που γνωρίζω λόγω σπουδών σε ξενη γλώσσα έτσι τον μελετω. Πάντως ότι έχει βγει είναι πολύ καλό εκδοτικά μέχρι στιγμής. Αναμένουμε το Καταιγίδες που ανεφερα.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε